- αγιωτικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγίους και γενικότερα στη θρησκεία2. ευσεβής, ενάρετος3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα αγιωτικάα) οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκείαβ) θεραπευτικά μέσα διαφόρων ασθενειών με τη χρησιμοποίηση θρησκευτικών τελετών, όπως οι παρακλήσεις, οι αγιασμοί, οι εξορκισμοί, ή αντικειμένων, όπως το κάπνισμα με αγιασμένα φύλλα ελιάς ή με άνθη τού επιταφίου (αγιολούλουδα*).[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + παραγ. κατάλ. -τικός].
Dictionary of Greek. 2013.